Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

"Ιστορίες της μανιάς", την Κυριακή στο Πολιτιστικό Κέντρο

Το βιβλίο της Ζωής Κατσιαμπούρα με τίτλο «Ιστορίες της μανιάς» (εκδόσεις Γαβλιηλίδη, 2013) παρουσιάζεται στο κοινό του Παλαμά την Κυριακή 19 Γενάρη, στις 5.30 μμ, στην αίθουσα του Πολιτιστικού Κέντρου «Παναγιώτης Παλαμάς». Η εκδήλωση διοργανώνεται από το Σύλλογο Γυναικών Παλαμά. Ομιλητές: Λευτέρης Μουτσάνας (παιδίατρος), Μαρία Μιζάκη (φιλόλογος) και Θωμάς Μπεχλιβάνης (φιλόλογος, σχολικός σύμβουλος). Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσει η συγγραφέας.





Απόσπασμα από το βιβλίο
Την άκουσα πολλές φορές μέσα στην οικογένεια, κρυφά τάχα, την ιστορία. Πότε σαν παράδειγμα αυστηρότητας των ηθών, πότε σαν παράδειγμα πονηριάς, άλλοτε πάλι σαν δείγμα τύψεων. Ποτέ από τη μανιά. Δε θα έλεγε τέτοια πράγματα σε παιδιά, οι ιστορίες για μας είχαν όλες καλό τέλος. Ούτε και κατάλαβα ακριβώς γιατί βρήκε ο ετοιμοθάνατος την Παρασκευή για εξομολόγο. Αυτή ήταν η ανθεκτική να ξενυχτίσει τον άρρωστο; Μπορεί. Μου πέρασε απ' το νου ότι μπορεί κιόλας να την επινόησε την ιστορία, ποιος θα την διέψευδε, αλλά δεν νομίζω ότι είχε τόσο ταλέντο πια, να συνδυάσει γεγονότα τόσων χρόνων. Ούτε και κίνητρο. Αληθινή ιστορία πρέπει να είναι. Και μάλλον έτσι θα την είπε.



Κριτική από την Ανθούλα Δανιήλ - Φρέαρ

Ζωής Κατσιαμπούρα, «Οι ιστορίες της μανιάς», (εκδ. Γαβριηλίδη, 2013) – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Η Ζωή Κατσιαμπούρα αποθησαύρισε σε ένα τομίδιο εμπειρία παλιά και καταχωνιασμένη, της οποίας η επικαιρότητα δεν παύει να υφίσταται, παρά τις αλλαγές που επιφέρει ο πανδαμάτορας που τρέχει και δεν χαρίζεται κανενός. Αφορμή για τις Ιστορίες της μανιάς δίνει μια εκπομπή στην τηλεόραση του Αρτέμη Μάτσα («κακού» στο σινεμά, καλού στα λαογραφικά), όπου το τηλεοπτικό συνεργείο της δεκαετίας του ’60 ή ’70 επιχειρεί να ξαναστήσει στα πόδια της μια εποχή ξεχασμένη ακόμα και από τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται. Συγκεκριμένα, τρόποι εργασίας, σύνεργα, κατασκευές, τραγούδια, στολές και ομιλία.
Παρεμπιπτόντως, κωμικό σίριαλ της δεκαετίας του ’80 μάλλον, διακωμωδώντας κάτι ανάλογο, μετά την αποχώρηση του τηλεοπτικού συνεργείου δείχνει τις «απλοϊκές» χωρικές να απαλλάσσονται με ανακούφιση από τα παραδοσιακά στολίδια τους, να βγάζουν την καφετιέρα από το ντουλάπι, το ουίσκι από το μπαρ και τα τσιγάρα από το συρτάρι και να ξαπλώνουν στον καναπέ να απολαύσουν την «ατυχία» τού να ζουν στη σημερινή αλλοτριωμένη Ελλάδα. Έτσι τώρα και η Κατσιαμπούρα, χωρίς καμιά μυθοπλασία, αποκαθηλώνει τον μύθο της παλιάς, αθώας εποχής που προσπαθεί να αναστήσει το τηλεοπτικό συνεργείο• το Πάσχα και η μαγειρίτσα, άγνωστο γκουρμέ που έγινε μόδα πολύ αργότερα από τις συνταγές της Χρύσας Παραδείση, λέει (και δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή της η Βέφα), τα φιλιά της Ανάστασης και άλλα «λαογραφικά» παρόμοια. Πρέπει κανείς να πάει πίσω πολύ για να βρει πραγματικές γιαγιάδες, οπότε θα εξακριβώσει πως οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε σε ποια χρονιά ζούσαν και τις εποχές δεν τις αναγνώριζαν από το ημερολόγιο παρά μόνο από «τα στάρια και τα σάμια».
Η συγγραφέας δυσανασχετεί με την «ωραία» ατμόσφαιρα της καλοκαιρινής εξοχής του «χωριού» της με τα κουνούπια, τις σκνίπες και τον θόρυβο από τα γειτονικό «ορθάδικο». Από αντίδραση στο ένα και έχοντας κατά νου τις ιστορίες του πατέρα και της μανιάς της, μπαίνει στον αφηγηματικό λαβύρινθο. Κατ’ αρχάς ανατρέπει τον μύθο της γιαγιάς που λέει παραμύθια, επικαλούμενη τη βαβά Μπακρατσού, η οποία μόλις έβλεπε τα κορίτσια εκλιπαρούσε: «Ω, κορίτσια, πέστε μαρή κανένα παραμυθάκι, καμιά ιστορία να περάσει κι η ώρα που πάτε και στο σκολειό και μαθαίνετε». Σήμερα, το ρόλο της γιαγιάς που λέει παραμύθια τον έχει αναλάβει η τηλεόραση με πολύ πιο σοβαρές υποθέσεις και οι μύθοι κρύβουν νουν αληθείας…
Και τον μίτο της αφήγησης τον πιάνει από τις παλιές οικογενειακές αναμνήσεις, από τον καιρό της εισβολής του «πολιτισμού» (ο οποίος βέβαια αφορούσε μόνο τους αφέντες, γιατί στο σπίτι ο χωρικός πεινούσε) και στέφει ηρωίδα της την Παρασκευή, ένα κορίτσι που της έτυχε ο κλήρος να ορφανέψει μικρή από μάνα κι έτσι να γίνει αυτή μάνα για το νεογέννητο αδελφάκι, που άφησε πίσω της η θανούσα, και νοικοκυρά για το σπίτι και τον πατέρα. Και αρχίζει το οδοιπορικό της. Μια περιπετειώδης ζωή, δύσκολη, με μόνη ευχάριστη ανάμνηση, όταν έφυγε με το καραβάνι από χωριό της για το Γόλο (το Βόλο;) να μπει στα νερά της ιαματικής θάλασσας και να περάσουν οι αφόρητοι πόνοι που είχε στα χέρια. Και η ζωή συνεχίστηκε και η Παρασκευή αναδείχτηκε ικανή σε όλα. Στα δεκαπέντε της «έξαινε μαλλιά, έγνεθε, τα πέρναγε τσικρίκι, ίδιαζε, ύφαινε και κεντούσε». Από εμφάνιση «κοντή κι αλίμονη, ρούσα με πέντε τρίχες… η θεία της την πείραζε, πού θα βάλει η Παρασκευή τον σαγιά; Που θα είναι σαν να κρέμεται από τον χάλκο». Ωστόσο παντρεύτηκε έκανε παιδιά, παρακολούθησε την εξέλιξη στο χωριό, παντρεύτηκε και ο Νικόλας, ο μικρός που αυτή ανάστησε, έζησε τη ληστεία στο σπίτι, το μαρτύριο και τον θάνατο του παππού, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι του χρόνου, έγιναν πόλεμοι, άλλαξαν τα πράγματα στον κάμπο και οι πολιτικές, έγινε το συλλαλητήριο, ήρθαν οι κομμουνιστές, το ΕΑΜ, έγιναν προξενιά και γάμοι, έφτασε και η εξέλιξη με τις ηλεκτρικές συσκευές, τα μηχανάκια και τα γκαζόν, για να φτάσει το νήμα της αφήγησης εκεί, που όλοι πια ξέρουν γράμματα, αλλά δεν μιλούν μεταξύ τους, «μουτεύουν»• «Άιντε, έμαθαν γράμματα ν’ ανοίξουν τα μάτια τους κι έκλεισαν τα στόματά τους, να! Αυτό έκαναν!».
Η συγγραφέας εφαρμόζει ένα αφηγηματικό κόλπο. Χωρίζει το κείμενο στα δυο. Στο ένα, με μορφή χειρόγραφη, με αφετηρία το παρόν, καταγράφει σκέψεις και προβληματισμούς πάνω στο πώς θα επεξεργαστεί το υλικό της. Στο δεύτερο, με την, ας πούμε, κανονική έντυπη γραφή, μας λέει την ιστορία της Παρασκευής. Με τον διπλό αυτόν αφηγηματικό τρόπο, έχει το ατού να μπαινοβγαίνει και στον χρόνο και στον μύθο. Να βλέπει από μέσα και να σχολιάζει με τα μάτια της εποχής, αλλά να είναι και απέξω και να σχολιάζει με την άνεση που της παρέχει η απόσταση του χρόνου. Μ’ έναν ρόλο αφηγητή πρωτότυπο και ενδιαφέροντα, που δεν συμμετέχει, αλλά που στέκει πολύ κοντά συναισθηματικά. Και, πέρα από το πρωτότυπο και ενδιαφέρον του πράγματος, η αφήγηση έχει τη γοητεία της αμεσότητας, της αλήθειας, της αποκατάστασης εις το ορθόν πάσας πλάνης που μας σερβίρουν τα ΜΜΕ, της έντασης, της λεπτής και πικρής ειρωνείας, της παραστατικότητας στην καταγραφή της πικρής ζωής που έζησε η Παρασκευή, και όλος ο ελληνικός λαός που αντιπροσωπεύεται στο πρόσωπό της, χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές κορώνες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του αφηγηματικού τρόπου είναι η εικονοποιία, που βοηθάει στο στήσιμο και την αναπαραγωγή του σκηνικού της εποχής, όπως των γυναικών, όταν το κύμα «φούσκωνε μέσα από τα κάμισα» και «τις έκανε όλες να είναι σαν μεγάλα άσπρα κολοκύθια», αλλά και η γλώσσα, στηριγμένη κυρίως στην εντόπια λαλιά και τις ξεχασμένες, ιδιωματικές λέξεις: η «παλαμισμένη» κάμαρη, η μετοχή «έρχοντα», «χαράζοντα», το «φουκάλημα», οι «καλότιες», «κρούπα» και «παράγκαλα», λέξεις άγνωστες στους κατοίκους των αστικών κέντρων, για τις οποίες η συγγραφέας αναρωτιέται: «είναι δυνατόν να προσπαθώ ν’ αποτυπώσω αυτή τη γλώσσα. Ποιος μπορεί να την καταλάβει εκτός από ελάχιστους ανθρώπους της περιοχής;», όπως επίσης αναρωτιέται πάνω στο ποιος/ποια θα είναι ο αφηγητής/αφηγήτρια. Ο πατέρας, η μανιά; (Να βάλω τη μανιά ν’ αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Σιγά … Να την βάλω να γράφει; Εκτός από αστείο είναι και κακόγουστο), τελικά, και αφού μας εκθέσει όλους τους ενδοιασμούς της, αποφασίζει: «θα γράψω προσπαθώντας να καταλάβω την Παρασκευή από αυτά που μου διηγήθηκε η ίδια… Τι στο καλό! Δεν είναι ανάγκη να βρω πια και την αλήθεια της ζωής. Μια ιστορία θέλω να πω! Ένα παραμύθι».
Και το λέει το μπαραμύθι, όπως το άκουσε είτε από τον αθυρόστομο πατέρα είτε από τη μανιά, ή τέλος, όπως εκείνη, κατά το δοκούν, διαμόρφωσε, για να ανταποκρίνεται στα πράγματα, με πλήθος πληροφορίες για όλα τα κοινωνικά και πολιτικά της ζωής, σωστός θησαυρός λαογραφικού, κυρίως, υλικού. Έτσι, και όχι με τις στημένες εκπομπές στην τηλεόραση, ο τροχός της μνήμης δίνει κλώτσο στο κουβάρι και το παραμύθι αρχίζει και ξαναθυμίζει τις παλιές ιστορίες και σαν ποτάμι ρέει για να φτάσει στην εποχή της προσελήνωσης στο φεγγάρι. Εκατό χρόνων ιστορία, η ανεπίσημη της Παρασκευής και η επίσημη της Ελλάδας και ειδικά του θεσσαλικού κάμπου και ειδικότερα του χωριού. Η Ζωή Κατσιαμπούρα ξαναβρήκε τον χαμένο χρόνο, βρήκε, επίσης, και τον τρόπο να μας συγκινήσει με ένα θέμα που θα έλεγε κανείς ότι είναι ήδη εξαντλημένο, αλλά δεν… υπερτονίζοντας για άλλη μια φορά την άποψη πως η εμπειρία είναι η αφετηρία της έμπνευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου